Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η εξελικτική

  • 1 эволюционный

    επ.
    1. εξελικτικός, της εξέλιξης•

    -ая физиология εξελικτική (αναπτυξιακή) φυσιολογία.

    2. (στρατ.) της αναδιάταξης, της ανακατάταξης.
    εκφρ.
    - ое учение – η εξελικτική διδασκαλία.

    Большой русско-греческий словарь > эволюционный

  • 2 движение

    движени||е
    с
    1. τό κίνημα, ἡ κίνηση[-ις]:
    вращательное \движение ἡ περιστροφική κίνηση· поступательное \движение ἡ ἀνέλιξη, ἡ ἐξελικτική πορεία· приводить в \движение θέτω είς κίνησιν, βάζω σέ κίνηση· приходить в \движение μπαίνω σέ κίνηση, τίθεμαι είς κίνησιν вольные \движениея спорт. οἱ ἐλεύθερες ἀσκήσεις·
    2. (общественное) τό κίνημα, ἡ κίνηση [-ις]:
    революционное \движение τό ἐπαναστατικό κίνημα· рабочее \движение τό ἐργατικό κίνημα· национально-освободительное \движение τό ἐθνικοαπελευθερωτικό κίνημα· всемирное \движение сторонников мира τό παγκόσμιο κίνημα τῶν ὁπαδών τής είρήνης· \движение сопротивления τό κίνημα τής ἀντίστασης·
    3. (транспорта и т. п.) ἡ κυκλοφορία, ἡ κίνηση [-ις]:
    автомобильное \движение ἡ κυκλοφορία τῶν αὐτοκινήτων у́личное \движение ἡ κυκλοφορία, ἡ τροχαία κίνηση· правила уличного \движениея οἱ διατάξεις τής τροχαίας· железнодорожное \движение ἡ κίνηση τῶν σιδηροδρόμων \движение судов ἡ κυκλοφορία σκαφών.

    Русско-новогреческий словарь > движение

  • 3 πορεία

    η
    1) ход; движение; ходьба;

    προς τα μπρος πορεία — движение вперёд;

    η εξελικτική πορεία — поступательное движение;

    2) шествие;

    θριαμβική πορεία — триумфальное шествие;

    3) поход;
    4) маршрут, путь; Курс, направление;

    πορεία προς βορραν — курс на север;

    αλλάζω πορεία — менять курс;

    5) трен, процесс, ход; течение, развитие;

    στην πορεία — в процессе, в ходе;

    6) воен. марш, переход;

    πορεία μιάς μέρας — дневной переход;

    σύντονος πορεία — форсированный марш;

    εν πορεία — на марше;

    § φύλλο πορείας — а) путевой лист (шофёра); — б) воен, командировочное предписание; — е) увольнение (с работы)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πορεία

  • 4 evolutionary operation

    French\ \ opération non stationnaire
    German\ \ evolutionäre Operation
    Dutch\ \ optimaliseringsprocédé van Box voor full-scale processen
    Italian\ \ operazione evolutiva
    Spanish\ \ -
    Catalan\ \ -
    Portuguese\ \ operação evolutiva
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ evolutionære drift
    Norwegian\ \ evolusjonære drift
    Swedish\ \ evolutionär operation
    Greek\ \ εξελικτική λειτουργία
    Finnish\ \ evoluutio-operaatio aikasarja-analyysissä
    Hungarian\ \ evoluciós mûvelet
    Turkish\ \ evrimsel işlem
    Estonian\ \ -
    Lithuanian\ \ nestacionarioji operacija
    Slovenian\ \ evolucijski operacijo
    Polish\ \ operacja ewolucyjna
    Ukrainian\ \ еволюційне планування (досліду)
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ þróunar starfsemi
    Euskara\ \ eboluzio-eragiketa
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ عمليات تکاملي
    Arabic\ \ وسيلة تطويرية
    Chinese\ \ 调 优 运 算
    Korean\ \ 진화적 조업[공정]

    Statistical terms > evolutionary operation

  • 5 evolutionary process

    French\ \ processus non stationnaire
    German\ \ evolutionärer Prozeß
    Dutch\ \ niet-stationair stochastisch proces
    Italian\ \ processo di evoluzione
    Spanish\ \ proceso evolucionista; proceso evolutivo
    Catalan\ \ procés evolutiu
    Portuguese\ \ processo evolutivo
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ ikke-stationær proces
    Norwegian\ \ ikke-stasjonær prosess
    Swedish\ \ evolutionär process
    Greek\ \ εξελικτική διαδικασία
    Finnish\ \ kehitysprosessi; evoluutioprosessi
    Hungarian\ \ evoluciós folyamat
    Turkish\ \ evrimsel süreç (proses)
    Estonian\ \ mittestatsionaarne juhuslik protsess
    Lithuanian\ \ nestacionarusis procesas
    Slovenian\ \ evolucijski proces
    Polish\ \ proces ewoluujący
    Ukrainian\ \ еволюційний процес
    Serbian\ \ процес еволуције
    Icelandic\ \ þróunarferli
    Euskara\ \ eboluzio prozesu
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ عملية تطويرية
    Afrikaans\ \ evolusionêre proses; niestasionêre proses
    Chinese\ \ 调 优 过 程
    Korean\ \ 진화과정

    Statistical terms > evolutionary process

  • 6 evolutionary spectrum

    French\ \ spectre non stationnaire
    German\ \ evolutionäres Spektrum
    Dutch\ \ spectrum voor een niet-stationair stochastisch proces
    Italian\ \ spettro di evoluzione
    Spanish\ \ espectro evolucionista
    Catalan\ \ espectre evolutiu
    Portuguese\ \ espectro evolutivo
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ evolutionære frekvenser
    Norwegian\ \ evolusjonære spektrum
    Swedish\ \ evolutionärt spektrum
    Greek\ \ εξελικτική ραδιοφάσματος
    Finnish\ \ evoluutiospektri
    Hungarian\ \ evoluciós spektrum
    Turkish\ \ evrimsel tayf; evrimsel spektrum
    Estonian\ \ mittestatsionaarne spekter
    Lithuanian\ \ nestacionarusis spektras
    Slovenian\ \ evolucijski spektra
    Polish\ \ spektrum ewoluujące
    Ukrainian\ \ -
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ þróunar litróf
    Euskara\ \ eboluzio espektro
    Farsi\ \ teyfe t kamoli
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ طيف تطويري
    Afrikaans\ \ evolusionêre spektrum (spektrum vir 'n niestasionêre stogastiese proses)
    Chinese\ \ 调 优 谱
    Korean\ \ 진화형 스펙트럼

    Statistical terms > evolutionary spectrum

  • 7 эволюционирование

    ουδ.
    εξέλιξη, εξελικτική πορεία ή ανάπτυξη.

    Большой русско-греческий словарь > эволюционирование

См. также в других словарях:

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • εξελιξιαρχία — Φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία η μετάβαση από μία μορφή ζωής σε μία άλλη ερμηνεύει την υπόσταση τόσο της υλικής όσο και της κοινωνικής πραγματικότητας. Η άποψη για την εξελικτική υφή των όντων, που γνώρισε μεγάλη απήχηση κατά τον 19o αι …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • δημογραφία — Επιστήμη που μελετά τη σύνθεση, τις μεταβολές και τη δυναμική του πληθυσμού. Αντικείμενο της μελέτης της δ. είναι επομένως όλα τα φαινόμενα βιολογικού χαρακτήρα –όπως οι γεννήσεις και οι θάνατοι– ή κοινωνικού –όπως οι γάμοι και οι μεταναστεύσεις– …   Dictionary of Greek

  • εξελικτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξέλιξη («εξελικτική μορφή διδασκαλίας», «εξελικτική πορεία τής οικονομίας») 2. αυτός που αποδέχεται τη βιολογική θεωρία τής εξέλιξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξελίσσω. Η λ. μαρτυρείται στην εφημερίδα Αστήρ τής… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνικοποίηση — Η διαδικασία μέσω της οποίας το άτομο εντάσσεται στο κοινωνικό σύνολο, αποκτώντας κοινωνική συμπεριφορά που είναι αποδεκτή από την κοινωνική ομάδα. Ειδικότερα, η κοινωνική ψυχολογία χρησιμοποιεί τον όρο κ. για την εξελικτική διαδικασία με την… …   Dictionary of Greek

  • μυθολογία — Το σύνολο των μύθων ενός λαού, αλλά και η μελέτη της προέλευσής τους, της σημασίας τους, των σχέσεών τους με τη θρησκεία του λαού αυτού. Οι αρχαίοι Έλληνες άρχισαν πολύ νωρίς να ασχολούνται με τη μ.: οι παραδοσιακές αφηγήσεις για τους θεούς, οι… …   Dictionary of Greek

  • σπογγιοβλάστωμα — το, Ν 1. ιατρ. τύπος γλοιώματος με βραδεία εξελικτική τάση, το οποίο εντοπίζεται στο οπτικό νεύρο, στο οπτικό χίασμα ή στο εγκεφαλικό στέλεχος, γι αυτό και συμπεριφέρεται ως κακόηθες νεόπλασμα 2. φρ. α) πολικό σπογγιοβλάστωμα» σπογγιοβλάστωμα με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»