-
1 эволюционный
επ.1. εξελικτικός, της εξέλιξης•-ая физиология εξελικτική (αναπτυξιακή) φυσιολογία.
2. (στρατ.) της αναδιάταξης, της ανακατάταξης.εκφρ.- ое учение – η εξελικτική διδασκαλία. -
2 движение
движени||ес1. τό κίνημα, ἡ κίνηση[-ις]:вращательное \движение ἡ περιστροφική κίνηση· поступательное \движение ἡ ἀνέλιξη, ἡ ἐξελικτική πορεία· приводить в \движение θέτω είς κίνησιν, βάζω σέ κίνηση· приходить в \движение μπαίνω σέ κίνηση, τίθεμαι είς κίνησιν вольные \движениея спорт. οἱ ἐλεύθερες ἀσκήσεις·2. (общественное) τό κίνημα, ἡ κίνηση [-ις]:революционное \движение τό ἐπαναστατικό κίνημα· рабочее \движение τό ἐργατικό κίνημα· национально-освободительное \движение τό ἐθνικοαπελευθερωτικό κίνημα· всемирное \движение сторонников мира τό παγκόσμιο κίνημα τῶν ὁπαδών τής είρήνης· \движение сопротивления τό κίνημα τής ἀντίστασης·3. (транспорта и т. п.) ἡ κυκλοφορία, ἡ κίνηση [-ις]:автомобильное \движение ἡ κυκλοφορία τῶν αὐτοκινήτων у́личное \движение ἡ κυκλοφορία, ἡ τροχαία κίνηση· правила уличного \движениея οἱ διατάξεις τής τροχαίας· железнодорожное \движение ἡ κίνηση τῶν σιδηροδρόμων \движение судов ἡ κυκλοφορία σκαφών. -
3 πορεία
η1) ход; движение; ходьба;προς τα μπρος πορεία — движение вперёд;
η εξελικτική πορεία — поступательное движение;
2) шествие;θριαμβική πορεία — триумфальное шествие;
3) поход;4) маршрут, путь; Курс, направление;πορεία προς βορραν — курс на север;
αλλάζω πορεία — менять курс;
5) трен, процесс, ход; течение, развитие;στην πορεία — в процессе, в ходе;
6) воен. марш, переход;πορεία μιάς μέρας — дневной переход;
σύντονος πορεία — форсированный марш;
εν πορεία — на марше;
§ φύλλο πορείας — а) путевой лист (шофёра); — б) воен, командировочное предписание; — е) увольнение (с работы)
-
4 evolutionary operation
French\ \ opération non stationnaireGerman\ \ evolutionäre OperationDutch\ \ optimaliseringsprocédé van Box voor full-scale processenItalian\ \ operazione evolutivaSpanish\ \ -Catalan\ \ -Portuguese\ \ operação evolutivaRomanian\ \ -Danish\ \ evolutionære driftNorwegian\ \ evolusjonære driftSwedish\ \ evolutionär operationGreek\ \ εξελικτική λειτουργίαFinnish\ \ evoluutio-operaatio aikasarja-analyysissäHungarian\ \ evoluciós mûveletTurkish\ \ evrimsel işlemEstonian\ \ -Lithuanian\ \ nestacionarioji operacijaSlovenian\ \ evolucijski operacijoPolish\ \ operacja ewolucyjnaRussian\ \ эволюционное планирование (эксперимента)Ukrainian\ \ еволюційне планування (досліду)Serbian\ \ -Icelandic\ \ þróunar starfsemiEuskara\ \ eboluzio-eragiketaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ عمليات تکامليArabic\ \ وسيلة تطويريةAfrikaans\ \ evolusionêre bewerking (optimaliseringsprosedure van Box in volskaalse prosesse)Chinese\ \ 调 优 运 算Korean\ \ 진화적 조업[공정] -
5 evolutionary process
French\ \ processus non stationnaireGerman\ \ evolutionärer ProzeßDutch\ \ niet-stationair stochastisch procesItalian\ \ processo di evoluzioneSpanish\ \ proceso evolucionista; proceso evolutivoCatalan\ \ procés evolutiuPortuguese\ \ processo evolutivoRomanian\ \ -Danish\ \ ikke-stationær procesNorwegian\ \ ikke-stasjonær prosessSwedish\ \ evolutionär processGreek\ \ εξελικτική διαδικασίαFinnish\ \ kehitysprosessi; evoluutioprosessiHungarian\ \ evoluciós folyamatTurkish\ \ evrimsel süreç (proses)Estonian\ \ mittestatsionaarne juhuslik protsessLithuanian\ \ nestacionarusis procesasSlovenian\ \ evolucijski procesPolish\ \ proces ewoluującyRussian\ \ эволюционный процессUkrainian\ \ еволюційний процесSerbian\ \ процес еволуцијеIcelandic\ \ þróunarferliEuskara\ \ eboluzio prozesuFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ عملية تطويريةAfrikaans\ \ evolusionêre proses; niestasionêre prosesChinese\ \ 调 优 过 程Korean\ \ 진화과정 -
6 evolutionary spectrum
French\ \ spectre non stationnaireGerman\ \ evolutionäres SpektrumDutch\ \ spectrum voor een niet-stationair stochastisch procesItalian\ \ spettro di evoluzioneSpanish\ \ espectro evolucionistaCatalan\ \ espectre evolutiuPortuguese\ \ espectro evolutivoRomanian\ \ -Danish\ \ evolutionære frekvenserNorwegian\ \ evolusjonære spektrumSwedish\ \ evolutionärt spektrumGreek\ \ εξελικτική ραδιοφάσματοςFinnish\ \ evoluutiospektriHungarian\ \ evoluciós spektrumTurkish\ \ evrimsel tayf; evrimsel spektrumEstonian\ \ mittestatsionaarne spekterLithuanian\ \ nestacionarusis spektrasSlovenian\ \ evolucijski spektraPolish\ \ spektrum ewoluująceRussian\ \ эволюционирующий спектрUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ þróunar litrófEuskara\ \ eboluzio espektroFarsi\ \ teyfe t kamoliPersian-Farsi\ \ -Arabic\ \ طيف تطويريAfrikaans\ \ evolusionêre spektrum (spektrum vir 'n niestasionêre stogastiese proses)Chinese\ \ 调 优 谱Korean\ \ 진화형 스펙트럼 -
7 эволюционирование
-я ουδ.εξέλιξη, εξελικτική πορεία ή ανάπτυξη.
См. также в других словарях:
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
εξελιξιαρχία — Φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία η μετάβαση από μία μορφή ζωής σε μία άλλη ερμηνεύει την υπόσταση τόσο της υλικής όσο και της κοινωνικής πραγματικότητας. Η άποψη για την εξελικτική υφή των όντων, που γνώρισε μεγάλη απήχηση κατά τον 19o αι … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
δημογραφία — Επιστήμη που μελετά τη σύνθεση, τις μεταβολές και τη δυναμική του πληθυσμού. Αντικείμενο της μελέτης της δ. είναι επομένως όλα τα φαινόμενα βιολογικού χαρακτήρα –όπως οι γεννήσεις και οι θάνατοι– ή κοινωνικού –όπως οι γάμοι και οι μεταναστεύσεις– … Dictionary of Greek
εξελικτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξέλιξη («εξελικτική μορφή διδασκαλίας», «εξελικτική πορεία τής οικονομίας») 2. αυτός που αποδέχεται τη βιολογική θεωρία τής εξέλιξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξελίσσω. Η λ. μαρτυρείται στην εφημερίδα Αστήρ τής… … Dictionary of Greek
κοινωνικοποίηση — Η διαδικασία μέσω της οποίας το άτομο εντάσσεται στο κοινωνικό σύνολο, αποκτώντας κοινωνική συμπεριφορά που είναι αποδεκτή από την κοινωνική ομάδα. Ειδικότερα, η κοινωνική ψυχολογία χρησιμοποιεί τον όρο κ. για την εξελικτική διαδικασία με την… … Dictionary of Greek
μυθολογία — Το σύνολο των μύθων ενός λαού, αλλά και η μελέτη της προέλευσής τους, της σημασίας τους, των σχέσεών τους με τη θρησκεία του λαού αυτού. Οι αρχαίοι Έλληνες άρχισαν πολύ νωρίς να ασχολούνται με τη μ.: οι παραδοσιακές αφηγήσεις για τους θεούς, οι… … Dictionary of Greek
σπογγιοβλάστωμα — το, Ν 1. ιατρ. τύπος γλοιώματος με βραδεία εξελικτική τάση, το οποίο εντοπίζεται στο οπτικό νεύρο, στο οπτικό χίασμα ή στο εγκεφαλικό στέλεχος, γι αυτό και συμπεριφέρεται ως κακόηθες νεόπλασμα 2. φρ. α) πολικό σπογγιοβλάστωμα» σπογγιοβλάστωμα με… … Dictionary of Greek